Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρμόζει
ρήμα απρόσωπο si addi`ce; si confà δεν αρμόζει σε έναν σωστό κύριο να μην κρατάει το λόγο του==non si addice ad un gentiluomo mancare alla parola data αρμόζομαι ρήμα παθητικό 1 e`ssere ada`tto; amonizza`rsi 2 addi`rsi; confa`rsi αρμόζω ρήμα μεταβατικό monta`re; adatta`re; conne`ttere; congiu`ngere; fare combacia`re αρμόζω ρήμα αμετάβατο 1 e`ssere ada`tto; amonizza`rsi οι κουρτίνες δεν αρμόζουν με την υπόλοιπη επίπλωση==le tende non armonizzano con il resto dell' arredamento 2 addi`rsi; confa`rsi τόσο βαρύ μακιγιάζ δεν αρμόζει σε ένα κοριτσάκι της ηλικίας σου==un trucco così pesante non si addice a una ragazzina della tua età | στους ήρωες δεν αρμόζουν δάκρυα==ai veri eroi non si addicono le lacrime permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |