αρμόδιος
επίθετο
1 ada`tto; adegua`to; appropria`to αυτός δεν είναι ο πλέον αρμόδιος τρόπος για να τον πείσεις==questo non è il modo più adatto per convincerlo
2 compete`nte αρμόδια αρχή==autorità competente | ο αρμόδιος υπουργός==il ministro competente
αρμόδιος
ουσιαστικό αρσενικό
impiega`to ~m~, funziona`rio ~m~ compete`nte πρέπει να μιλήσετε με τον αρμόδιο==deve parlare con l'impiegato / il funzionario competente
αρμόδιοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
le autorità ~fp~ compete`nti
αρμοδιότατος
επίθετο
superlativo di [αρμόδιοι]
αρμοδιότερος
επίθετο
comparativo di [αρμόδιοι]
αρμοδιώτατος
επίθετο
superlativo di [αρμόδιοι]
αρμοδιώτερος
επίθετο
comparativo di [αρμόδιοι]
επίθετο
1 ada`tto; adegua`to; appropria`to αυτός δεν είναι ο πλέον αρμόδιος τρόπος για να τον πείσεις==questo non è il modo più adatto per convincerlo
2 compete`nte αρμόδια αρχή==autorità competente | ο αρμόδιος υπουργός==il ministro competente
αρμόδιος
ουσιαστικό αρσενικό
impiega`to ~m~, funziona`rio ~m~ compete`nte πρέπει να μιλήσετε με τον αρμόδιο==deve parlare con l'impiegato / il funzionario competente
αρμόδιοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
le autorità ~fp~ compete`nti
αρμοδιότατος
επίθετο
superlativo di [αρμόδιοι]
αρμοδιότερος
επίθετο
comparativo di [αρμόδιοι]
αρμοδιώτατος
επίθετο
superlativo di [αρμόδιοι]
αρμοδιώτερος
επίθετο
comparativo di [αρμόδιοι]
permalink
αρμόδιοι {αρμοδί-ων...
αρμόδιος [επίθ.]
αρμόδιος {-ου κ. -ί...
αρμοδιότατος [επίθ.]
αρμοδιότερος [επίθ.]
αρμοδιώτατος [επίθ.]
αρμοδιώτερος [επίθ.]
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android