Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρμόδιοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός le autorità ~fp~ compete`nti αρμόδιος επίθετο 1 ada`tto; adegua`to; appropria`to αυτός δεν είναι ο πλέον αρμόδιος τρόπος για να τον πείσεις==questo non è il modo più adatto per convincerlo 2 compete`nte αρμόδια αρχή==autorità competente | ο αρμόδιος υπουργός==il ministro competente αρμόδιος ουσιαστικό αρσενικό impiega`to ~m~, funziona`rio ~m~ compete`nte πρέπει να μιλήσετε με τον αρμόδιο==deve parlare con l'impiegato / il funzionario competente αρμοδιότατος επίθετο superlativo di [αρμόδιοι] αρμοδιότερος επίθετο comparativo di [αρμόδιοι] αρμοδιώτατος επίθετο superlativo di [αρμόδιοι] αρμοδιώτερος επίθετο comparativo di [αρμόδιοι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |