Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άλμη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [άρμη ^-ης, η^]

άρμη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 a`cqua ~f~ di mare
2 salse`dine ~f~
3 salamo`ia ~f~; a`cqua ~f~ sala`ta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλματωδώς αλμπάνης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---