Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπονομή
ουσιαστικό θηλυκό assegnazio`ne ~f~; attribuzio`ne ~f~; conferime`nto ~m~; concessio`ne ~f~ η απονομή ενός βραβείου==assegnazione da un premio | απονομή χάριτος==il concedere la grazia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |