Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποξένωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 estraneazio`ne ~f~; alienazio`ne ~f~; allontaname`nto ~m~
2 diseredazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποξενώνω αποξεραίνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---