Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόξεση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 abrasio`ne ~f~; raschiame`nto ~m~; raschiatu`ra ~f~
2 medicina raschiame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποξεραμένος απόξεσμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---