Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποξήρανση  
ουσιαστικό θηλυκό

essiccame`nto ~m~; essiccazio`ne ~f~ αποξήρανση ελώδους περιοχής==prosciugamento di una zona paludosa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποξηραμένος αποξυλωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---