Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόπειρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 tentati`vo ~m~ κάνε μια τελευταία απόπειρα==fa' un ultimo tentativo | απόπειρα πραξικοπήματος==tentativo di colpo di stato | απόπειρα αυτοκτονίας==tentativo di suicidio
2 diritto attenta`to ~m~; tentati`vo ~m~ βομβιστική απόπειρα==attentato dinamitardo | απόπειρα βιασμού==tentativo di stupro | απόπειρα ληστείας==tentata rapina | απόπειρα ανθρωποκτονίας==tentativo di omicidio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποπατώ αποπειρώμαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η απόπειρα δολοφονίας = tentato omicidio [αρσ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---