Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποπαίδι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 fi`glio ~m~ disereda`to
2 ((figurato)) fi`glio ~m~ trascura`to; cenere`ntola ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποπαγωτής αποπαίρνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---