Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποπλάνηση  
ουσιαστικό θηλυκό

corruzio`ne ~f~; traviame`nto ~m~ αποπλάνηση ανηλίκου==corruzione di minorenne

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποπλανημένος αποπλανητικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---