Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποπλερώνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αποπληρώνω]

αποπληρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 esti`nguere
2 liquida`re
3 rimborsa`re
4 salda`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποπλερωμή αποπλέω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---