Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποπνέω  
ρήμα μεταβατικό

1 emana`re; esala`re; effo`ndere αποπνέω άρωμα==esalare un profumo
2 ((figurato)) sprigiona`re; sprizza`re; irradia`re αποπνέω αισιοδοξία==trasmettere ottimismo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποπνευμάτωση αποπνιγμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---