GrecoItaliano


αποπνικτικός  
επίθετο

asfissia`nte; soffoca`nte αποπνικτική ατμόσφαιρα==atmosfera soffocante

αποπνιχτικός
επίθετο

variante di [αποπνικτικός]

αποπνικτικότατος
επίθετο

superlativo di [αποπνιχτικός]

αποπνιχτικότατος
επίθετο

superlativo di [αποπνιχτικός]

αποπνικτικώτατος
επίθετο

superlativo di [αποπνιχτικός]

αποπνικτικότερος
επίθετο

comparativo di [αποπνιχτικός]

αποπνιχτικότερος
επίθετο

comparativo di [αποπνιχτικός]

αποπνικτικώτερος
επίθετο

comparativo di [αποπνιχτικός]

permalink



Sfoglia il dizionario


αποπνικτικός [επίθ.]
αποπνικτικότατος [επίθ.]
αποπνικτικότερος [επίθ.]
αποπνικτικώτατος [επίθ.]
αποπνικτικώτερος [επίθ.]


{{ID:APOPNIKTIKOS100}}
---CACHE---