Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αποποινικοποίηση
ουσιαστικό θηλυκό
diritto
depenalizzazio`ne ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αποποινικοποιημένος
αποποινικοποιώ >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αποπνιχτικότατος
[επίθ.]
αποπνιχτικότερος
[επίθ.]
απόπνοια
{χωρ. πληθ...
αποποίηση
{-ης κ. -ή...
αποποινικοποιημένος
[επίθ.]
αποποινικοποίηση
{-ης κ. -ή...
αποποινικοποιώ
[-είς, -εί...
αποποιούμαι
(αποποιήθη...
αποπολιτικοποίηση
{-ης κ. -ή...
αποπολιτικοποιώ
[ρ. μτβ.]
αποπόλωση
[θηλ.ουσ]
αποπομπή
[θηλ.ουσ]
αποπροσανατολίζω
(αποπροσαν...
αποπροσανατολισμένος
[επίθ.]
αποπροσανατολισμός
[ουσ αρσ ]
αποπροσωποποιημένος
[επίθ.]
αποπροσωποποίηση
[θηλ.ουσ]
αποπροσωποποιώ
[-είς, -εί...
απόπτυση
[θηλ.ουσ]
απόπτυσμα
{αποπτύσμ-...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis