Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόπλους  
ουσιαστικό αρσενικό

marineria il salpa`re ~m~ απαγορεύτηκε ο απόπλους όλων των πλοίων==è stata vietata la partenza di tutte le navi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απόπληχτος απόπλυμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---