Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποπλερωμή
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αποπληρωμή]

αποπληρωμή  
ουσιαστικό θηλυκό

economia saldo ~m~ αποπληρωμή χρέους==saldo di un debito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποπλένομαι αποπλερώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---