Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποπεράτωση
ουσιαστικό θηλυκό completame`nto ~m~; compime`nto ~m~; ultimazio`ne ~f~ αποπεράτωση έργου==compimento di un'opera permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |