Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποπεράτωση  
ουσιαστικό θηλυκό

completame`nto ~m~; compime`nto ~m~; ultimazio`ne ~f~ αποπεράτωση έργου==compimento di un'opera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποπερατώνω αποπλανημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---