Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπέξω
επίρρημα 1 da fuo`ri; dall'este`rno ένας περίεργος θόρυβος ερχόταν απέξω==uno strano rumore veniva da fuori 2 ((figurato)) a memo`ria ξέρω κάτι απέξω==conoscere qualcosa a memoria | μέσα σε λίγες μέρες είχε μάθει απέξω το ρόλο του==in pochi giorni aveva imparato la sua parte a memoria απόξω ουσιαστικό αρσενικό variante di [απέξω] απόξω επίρρημα variante di [απέξω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |