Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποξεχνιέμαι
ρήμα παθητικό

distra`rsi; incanta`rsi αποξεχνιέται συχνά την ώρα που μελετάει==si distrae spesso mentre studia | αποξεχάστηκε κοιτώντας τη φωτιά στο τζάκι==si è incantato guardando il fuoco nel camino

αποξεχνιούμαι
ρήμα παθητικό

variante di [αποξεχνιέμαι]

αποξεχνώ  
ρήμα μεταβατικό

dimentica`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποξεχασμένος αποξέω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---