Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποξεραμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αποξεραίνω] 2 se`cco αποξηραμένος επίθετο 1 variante di [αποξεραμένος] 2 participio passato del verbo [αποξηραίνω] 3 asciu`tto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |