Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποξεραίνομαι
ρήμα παθητικό

1 deumidifica`rsi
2 dissecca`rsi
3 prosciuga`rsi

αποξεραίνω
ρήμα μεταβατικό

1 deumidifica`re
2 dissecca`re
3 prosciuga`re

αποξηραίνομαι
ρήμα παθητικό

secca`rsi; rinsecchi`re

αποξηραίνω  
ρήμα μεταβατικό

secca`re; dissecca`re; essicca`re αποξηραίνω φύλλα καπνού==essiccare foglie di tabacco | αποξηραίνω έλος==prosciugare una palude

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποξένωση αποξεραμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---