Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απονενοημένος  
επίθετο

insensa`to; sconsidera`to; dispera`to απονενοημένο διάβημα==atto disperato

απονοημένος
επίθετο

variante di [απονενοημένος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απονέμω απόνερα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---