Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απονέμω  
ρήμα μεταβατικό

conferi`re; attribui`re; assegna`re; accorda`re; conce`dere απονέμω τίτλο==conferire un titolo | απονέμω παράσημο==conferire una medaglia | απονέμω βραβείο==assegnare un premio | ο πρόεδρος της Δημοκρατίας απένειμε χάρη στον ισοβίτη==il Presidente della Repubblica ha concesso la grazia all'ergastolano | απονέμω δικαιοσύνη==rendere giustizia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απονεμητέος απονενοημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---