Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απονεύρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

medicina devitalizzazio`ne ~f~ ο οδοντίατρος μού έκανε δύο απονευρώσεις==il dentista mi ha fatto due devitalizzazioni

απονεύρωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [απονεύρωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απονευρώνω απονήρευτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---