Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπόνερα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός 1 sciacquatu`ra ~f~; a`cque di rifiu`to 2 marineria scia ~f~ απονέρια ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός variante di [απόνερα ^-ων, τα^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |