Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απονεκρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 medicina necrotizza`re
2 ((figurato)) paralizza`re ο πόλεμος απονέκρωσε τον εμπόριο==la guerra ha paralizzato il commercio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απονεκρωμένος απονέκρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---