Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκόλληση  
ουσιαστικό θηλυκό

scollame`nto ~m~; lo scolla`re ~m~; dista`cco ~m~ η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς==distacco della retina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκολλημένος αποκολλιέμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---