Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκορύφωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 acme ~f~
2 a`pice ~m~
3 picco ~m~

αποκορύφωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αποκορύφωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκορυφώνομαι αποκοσκινίδι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---