Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκορύφωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 acme ~f~ 2 a`pice ~m~ 3 picco ~m~ αποκορύφωσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αποκορύφωση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |