Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκόβγω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αποκόβω]

αποκόβω  
ρήμα μεταβατικό

1 taglia`re; tronca`re
2 ((popolare)) svezza`re; slatta`re; divezza`re

αποκόφτω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αποκόβω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκλισιόμετρο αποκοιμάμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---