Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκοιμάμαι
ρήμα παθητικό addormenta`rsi; assopi`rsi αποκοιμέμαι ρήμα παθητικό variante di [αποκοιμάμαι] αποκοιμιέμαι ρήμα παθητικό variante di [αποκοιμάμαι] αποκοιμούμαι ρήμα παθητικό variante di [αποκοιμάμαι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |