Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκοιμίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 addormenta`re; far dormi`re; me`ttere a dormi`re
2 ((figurato)) addormenta`re; culla`re; inganna`re

αποκοιμώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [αποκοιμίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκοιμιέμαι αποκοίμιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---