Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκομμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αποκόβω] 2 isola`to; taglia`to fuo`ri; avu`lso αποκομμένος από την πραγματότητα==tagliato fuori dalla realtà | ζει αποκομμένος από τον κόσμο==vive isolato dal mondo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |