Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκομίζω
ρήμα μεταβατικό 1 trasporta`re; trasferi`re; rimuo`vere αποκομίζω τα απορρίμματα==rimuovere le immondizie 2 porta`re via; asporta`re οι ληστές αποκόμισαν όλα τα τιμαλφή==i ladri portarono via tutti gli oggetti di valore 3 ((figurato)) ricava`re; trarre τόσα χρόνια σπούδαζε, και τι αποκόμισε;==ha studiato molti anni, e cos'ha ottenuto? | δεν αποκόμισε κανένα όφελος από το επιμορφωτικό σεμινάριο==non ha tratto nessun vantaggio da quel corso di aggiornamento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |