Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκοπή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 tronca`mento ~m~; amputazio`ne ~f~; asportazio`ne ~f~; recisio`ne ~f~ αποκοπή βραχίονα==amputazione del braccio
2 ((popolare)) svezzame`nto ~m~; divezzame`nto ~m~; slattame`nto ~m~
3 lo stabili`re ~m~ in anti`cipo il prezzo complessi`vo di un lavo`ro
4 grammatica apo`cope ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκομμένος αποκόπτομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---