Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκοτιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ardime`nto ~m~; auda`cia ~f~; temerarietà ~f~; spavalderi`a ~f~
2 atto ~m~ temera`rio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκοτάω απόκοτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---