Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκούμπι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 soste`gno ~m~; appo`ggio ~m~ ((specialmente figurato)) θα είναι το αποκούμπι των γηρατειών==sarà il bastone della mia vecchiaia
2 rifu`gio ~m~; protezio`ne ~f~ όποτε έχει προβλήματα, βρίσκει αποκούμπι στο σπίτι μας==quando ha dei problemi, trova rifugio in casa nostra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκουμπάω αποκουταίνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---