Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπόκοσμος
επίθετο 1 solita`rio; misantro`po 2 soprannatura`le; irrea`le; prodigio`so μια απόκοσμη λάμψη φώτισε τον ορίζοντα==un bagliore irreale illuminò l'orizzonte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |