Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπόκομμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 rita`glio μαζεύει όλα τα αποκόμματα των εφημερίδων που τον ενδιαφέρουν==raccoglie tutti i ritagli di giornale che gli interessano 2 ((popolare)) svezzame`nto; divezzame`nto; slattame`nto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |