Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόκομμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 rita`glio μαζεύει όλα τα αποκόμματα των εφημερίδων που τον ενδιαφέρουν==raccoglie tutti i ritagli di giornale che gli interessano
2 ((popolare)) svezzame`nto; divezzame`nto; slattame`nto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκομίζω αποκομμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---