Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπόκλιση
ουσιαστικό θηλυκό 1 inclinazio`ne ~f~ απόκλιση τοίχου==inclinazione di un muro 2 fisica inclinazio`ne ~f~ μαγνητική απόκλιση==inclinazione magnetica 3 statistica scostame`nto ~m~; deviazio`ne ~f~; sca`rto ~m~ 4 ((figurato)) inclinazio`ne ~f~; propensio`ne ~f~; tende`nza ~f~ κόμμα δεξιάς αποκλίσεως==partito con tendenza di destra permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |