Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκλιμάκωση  
ουσιαστικό θηλυκό

diminuzio`ne ~f~ gradua`le e progressi`va αποκλιμάκωση του πληθωρισμού==diminuzione graduale dell'inflazione

αποκλιμάκωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αποκλιμάκωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκλιμακωμένος αποκλίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---