Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απηνέστατος
επίθετο

superlativo di [απηνής]

απηνέστερος
επίθετο

comparativo di [απηνής]

απηνής  
επίθετο

implaca`bile; spieta`to; incleme`nte; ace`rrimo απηνής εχθρός==acerrimo nemico | απηνής διωγμός==persecuzione spietata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απηλλαγμένος απηρτισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---