Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπασκολώ
ρήμα μεταβατικό variante di [απασχολώ] απασχολιέμαι ρήμα παθητικό variante di [απασχολούμαι] απασχολούμαι ρήμα παθητικό 1 occupa`rsi; interessa`rsi απασχολήθηκε ολημερίς με το σπίτι και δεν μπόρεσε να σού τηλεφωνήσει==si occupò tutto il giorno delle faccende della casa e non poté chiamarti 2 e`ssere impegna`to; lavora`re στα ναυπηγία απασχολούνται περισσότερα από χίλια άτομα==nei cantieri navali lavorano più di mille persone απασχολώ ρήμα μεταβατικό 1 occupa`re μπορώ να σε απασχολήσω για λίγο;==posso rubarti un attimo del tuo tempo? 2 προβληματίζω preoccupa`re πες μού τι σε απασχολεί==dimmi cosa ti preoccupa | πολύ με απασχολεί αυτό το παιδί==questo bambino mi preoccupa molto 3 disturba`re 4 dare lavo`ro; impiega`re; tene`re occupa`to αυτό το εργοστάσιο απασχολεί διακόσιους εργάτες==questa fabbrica impiega 200 operai απησχολώ ρήμα μεταβατικό variante di [απασχολώ] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |