Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπασχόληση
ουσιαστικό θηλυκό 1 occupazio`ne ~f~; svago ~m~ η κηπουρική είναι η αγαπημένη του απασχόληση ==il giardinaggio è la sua occupazione preferita 2 occupazio`ne ~f~; impie`go ~m~ δεν έχει σταθερή απασχόληση==è senza un'occupazione fissa permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμε πληρή απασχόληση = a tempo pieno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |