Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απατάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [απατώ]

απατώ  
ρήμα μεταβατικό

1 inganna`re; far cade`re in erro`re τα φαινόμενα απατούν==l'apparenza inganna | αν δε με απατά η μνήμη μου==se la memoria non m'inganna
2 inganna`re; raggira`re; truffa`re; circui`re την απάτησε με ψεύτικες υποσχέσεις==l'ha raggirata con false promesse
3 inganna`re; tradi`re απάτησε τη γυναίκα του με την καλύτερή της φίλη==ha tradito la moglie con la sua migliore amica

απατώμαι
ρήμα παθητικό

inganna`rsi; sbaglia`rsi εάν δεν απατώμαι…==se non m'inganno… | απατάσαι αν νομίζεις πως θα ανεχτώ κάτι τέτοιο==ti sbagli di grosso, se pensi che accetterò una cosa del genere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απασχολώ απατεών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---