Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαύγασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 irradiame`nto ~m~
2 irradiazio`ne ~f~
3 irraggiame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαυγάζω απαυδημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---