Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άπατρης
επίθετο

1 senza pa`tria; apo`lide
2 privo di amo`r pa`trio

άπατρης
επίθετο

1 chi è senza pa`tria; apo`lide ^mf^
2 chi è senza amo`r pa`trio

άπατρις
επίθετο

variante di [άπατρης ^-ης, -^]

άπατρις
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

variante di [άπατρης ^-η, ο|η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άπατος απατώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---