Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπατημένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [απατάω] 2 inganna`to; imbroglia`to; raggira`to 3 inganna`to; tradi`to απατημένη σύζυγος==moglie tradita permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |