Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απάτητος  
επίθετο

1 inaccessi`bile απάτητα όρη==montagne inesplorate
2 inespugna`bile απάτητο φρούριο==fortezza inespugnabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απατημένος άπατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---