Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάπαυστος
επίθετο variante di [άπαυτος] άπαυτος επίθετο senza pa`use; incessa`nte; conti`nuo απαυτός αντωνυμία 1 persona quel tale ~m~, quella tale ~f~; il tale ~m~, la tale ~f~ τι έγινε ο απαυτός που μού 'λεγες τις προάλλες;==che fine ha fatto quel tale di cui mi parlavi giorni fa? 2 cosa quel coso ~m~, quella cosa ~f~; quell'agge`ggio ~m~ δωσ' μού το απαυτό ν' ανακατέψω τη σούπα!==dammi quel coso per rimescolare la minestra! απαυτός ουσιαστικό αρσενικό ((popolare)) il didie`tro; il cu`lo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |