Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπασχολημένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [απασχολώ] 2 occupa`to; impegna`to; affaccenda`to αυτή τη στιγμή ο κύριος διευθυντής είναι απασχολημένος==il direttore in questo momento è occupato απησχoλημένος επίθετο variante di [απασχολημένος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |